ξακρίδι

ξακρίδι
τό
1) горбыль; 2) πλ. отбросы, отходы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξακρίδι" в других словарях:

  • ξακρίδι — το 1. το πρώτο και το τελευταίο σανίδι ενός κορμού δέντρου ο οποίος πριονίστηκε κατά μήκος 2. το τμήμα που κόβεται, που αφαιρείται από τα άκρα ενός μεγάλου τεμαχίου, φύλλου χαρτιού, υφάσματος, δέρματος 3. μτφ. άχρηστο υπόλειμμα, απόρριμμα.… …   Dictionary of Greek

  • ξακρίδι — το 1. το πρώτο και τελευταίο σανίδι κορμού που πριονίζεται και γίνεται σανίδια. 2. ό,τι αφαιρείται από τα άκρα πράγματος. 3. μτφ., άχρηστο πράγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»